Γιατί δεν είναι μόνο αυτοί που έχουν «βγάλει» το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και τον είχαν δάσκαλο. Όλοι οι φυσικοί θεωρούσαν τον Καίσαρα κάτι ανάμεσα σε παππού και πατέρα και είναι γεγονός ότι ο Αλεξόπουλος άσκησε μια διόλου ευκαταφρόνητη επίδραση στις ποικίλες διαδρομές των Ελλήνων φυσικών του σήμερα .
Γεννημένος στις αρχές του 20ου αιώνα ο Καίσαρ έκανε ένα ασυνήθιστα μακρινό ταξίδι στη ζωή. Φαίνεται ότι ένας συνδυασμός Τύχης και Αναγκαιότητας «άκουσε» τις ευχές « να τα εκατοστίσεις» που του έκαναν τότε που ήταν παιδί, στα γενέθλιά του.
Παρά τη δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη τρυφερότητα που μας προκαλεί η αποχώρηση από τα γήινα οποιουδήποτε ανθρώπου, μπορούμε με ψυχραιμία να του αναγνωρίσουμε ότι μας έδωσε τις πρώτες απαντήσεις σε δύο τουλάχιστον σοβαρά ερωτήματα.
Το πρώτο είναι «τι ακριβώς είναι η Φυσική;» . Το δεύτερο «τι ακριβώς σημαίνει το δύσκολο ρήμα διδάσκω Φυσική» . Οι απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα έρχονταν σε όλους μέσα από τα βιβλία του για τη Γενική Φυσική – βιβλία καλύτερης ποιότητας από αντίστοιχα που κυριάρχησαν στις επόμενες δεκαετίες – αλλά πολύ πιο καθαρά έφθαναν σε εκείνους που τον πρόλαβαν δάσκαλο μέσα στα γεμάτα αμφιθέατρα του τότε .
Προερχόμενος από αστική οικογένεια της Πάτρας, κοσμοπολίτης, χιονοδρόμος ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, κάποτε πρύτανης του Καποδιστριακού και αργότερα ακαδημαïκός, για μας τους νεαρούς του τότε ήταν πάνω από όλα κήρυκας μιας Φυσικής με γερμανικές επιδράσεις, η οποία συσχέτιζε με άνεση και ισοτιμία τόσο το πειραματικό της στοιχείο όσο και το θεωρητικό της πλαίσιο ενώ από την άλλη ως δάσκαλος έδειχνε με διάφανο τρόπο την προτίμηση του στον στόχο «να γίνει κατανοητή η Φυσική» και όχι να στο να «αποστηθίζεις ορισμένα πράγματα και να τα λες απέξω»
Ο Καίσαρ έκανε μάθημα στους δεκαοχτάχρονους πρωτοετείς και αφουγκραζόσουνα χωρίς προσπάθεια ότι η σχέση του με τη Φυσική ήταν ερωτική ενώ παράλληλα το όλο του στιλ άφηνε στις αναπαραστάσεις των νεαρών ακροατών του αποτυπώματα για το πώς θα μπορούσαν να διδάσκουν εκείνοι κάποτε στο δικό τους μέλλον.
Όπως έλεγε ο Σταμάτης Μουρίκης – άνθρωπος πολύτιμος ως μνήμη, ήδη απελθών σε πολύ μικρότερη ηλικία – ο Αλεξόπουλος αντιμετώπιζε ένα άγνωστο ζήτημα με έναν τρόπο που θυμίζει αυτό που έλεγαν οι Γερμανοί για τον Michael Faraday. “ Erriecht die Warheit“ – Οσμίζεται την αλήθεια .
Πολλοί από εμάς τους μεταγενέστερους μπορεί να αμφισβητήσαμε τις ποικίλες επιστημολογικές του προσεγγίσεις με τις οποίες καθόρισε το πλαίσιο για το « τι σημαίνει» διδασκόμενη Φυσική σε μαθητές και σε φοιτητές, αλλά το έδαφος πάνω στο οποίο πατήσαμε για να οδηγηθούμε ακόμα και σε εκείνες τις αμφισβητήσεις ήταν οι δικές του προσεγγίσεις.
Στο 13ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών στην Πάτρα λέγαμε ότι οι απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Αθήνας συγκροτούμε δύο συνομοταξίες . Εκείνη με τους σχετικά παλιότερους που πρόλαβαν τον Αλεξόπουλο δάσκαλο και την άλλη με τους σχετικά πιο νέους που δεν τον πρόλαβαν να διδάσκει.
Οι προσωπικές μας μνήμες, πάντοτε επιλεκτικές, φέρνουν μπροστά μας τον Διονύση Μαρίνο στο στρεφόμενο κάθισμα, τον Καίσαρα να θέτει το κάθισμα σε να θέτει σε περιστροφή, ο Μαρίνος να απλώνει τα χέρια του και το κάθισμα να φρενάρει κι ύστερα να μαζεύει τα χέρια και το σύστημα να επιταχύνεται, αργότερα τον φέρνουν μπροστά μας ψύχραιμο με το ένα πόδι στο γύψο εξ αιτίας του σκι, ενώ σε μια τρίτη εικόνα «εκείνος» μας εξετάζει προφορικά για να διαπιστώσει κυρίως όχι το τι αποστηθίσαμε αλλά το τι καταλάβαμε και να είναι τότε τόσο δύσκολο το να «περάσεις Αλεξόπουλο» στα προφορικά.
ΠΗΓΗ : Ανδρέας Κασσέτας, Φυσικός